- προσιδιάζω
- αμετ.1) подобать, приличествовать; 2) быть свойственным, присущим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσιδιάζω — Ν 1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο») 2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ.… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek